κινησίγαιος

κινησίγαιος
κῑνησί-γαιος [σῐ], ον,
A gloss on ἐννοσίγαιος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κινησίγαιος — κινησίγαιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κινεί τη γη, ο εννοσίγαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + γαιος (< γαῖα), πρβλ. εννοσί γαιος, επηλύ γαιος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κινησίγαιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινησιγαίους — κινησίγαιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”